- σκαλμίδιον
- σκαλμίδιον [μῑ], τό, Dim. of sq., Com.Adesp.607.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαλμίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σκαλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλμός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
σκαλμίδια — σκαλμίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)